κρατιστα

κρατιστα
    κράτιστα
    и τὰ κράτιστα adv. лучше всего, превосходно Thuc., Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κρατιστα" в других словарях:

  • κρατίστα — κρατίστᾱ , κράτιστος strongest fem nom/voc/acc dual κρατίστᾱ , κράτιστος strongest fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτιστα — κράτιστος strongest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίστας — κρατίστᾱς , κράτιστος strongest fem acc pl κρατίστᾱς , κράτιστος strongest fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατίσταν — κρατίστᾱν , κράτιστος strongest fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτισθ' — κράτιστα , κράτιστος strongest neut nom/voc/acc pl κράτιστε , κράτιστος strongest masc voc sg κράτισται , κράτιστος strongest fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτιστ' — κράτιστα , κράτιστος strongest neut nom/voc/acc pl κράτιστε , κράτιστος strongest masc voc sg κράτισται , κράτιστος strongest fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • δημαγωγώ — (AM δημαγωγῶ, έω) [δημαγωγός] είμαι δημαγωγός, εξασφαλίζω την εύνοια τού λαού με απατηλά μέσα αρχ. 1. είμαι ηγέτης τού δήμου, τού λαού 2. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια κάποιου, σαγηνεύω κάποιον εκμεταλλευόμενος τα πάθη του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῑ… …   Dictionary of Greek

  • διατίθημι — (AM) 1. τακτοποιώ καθετί στη θέση του («θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα», Ξεν. Απομν.) 2. μέσ. διανέμω την περιουσία μου με διαθήκη («καθὼς ἐν τῇ τελευταίᾳ βουλήσει μου διάθωμαι») αρχ. I. 1. κυβερνώ, διαχειρίζομαι («κράτιστα διαθέντι τοῡ πολέμου», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • πτολεμαϊκός — ή, ό / πτολεμαϊκός, ή, όν, ΝΑ [Πτολεμαῑος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πτολεμαίο Α ή στη δυναστεία τών Πτολεμαίων τής Αιγύπτου (α. «πτολεμαϊκοί χρόνοι» β. «ὅπλων πτολεμαϊκών τὰ κράτιστα», ΠΔ γ. «πτολεμαϊκὸν νόμισμα», πάπ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»